καθυπερτερεῖν

καθυπερτερεῖν
καθυπερτερέω
prevail
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καθυπερτερώ — (AM καθυπερτερῶ, έω) [καθυπέρτερος] (επιτατ. τού υπερτερώ) υπερέχω, υπερτερώ κάποιου («ἡδονῶν καὶ πόνων καθυπερτερεῑν ἔξεστιν», Μάρκ. Αυρ.) αρχ. (για αστέρες ή αστερισμούς) βρίσκομαι σε υψηλό σημείο, ανέρχομαι πολύ ψηλά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”